- ἐνδείκνυμαι
- med. показываю, выказываю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐνδείκνυμαι — ἐνδείκνυμι mark pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
παρενδείκνυμαι — Α [ενδείκνυμαι] 1. (για ηθοποιούς) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στην πάροδο, δηλ. στην πλάγια είσοδο τής σκηνής 2. επιδεικνύω, δείχνω («παρενδείκνυσθαι πολυπραγμοσύνην») 3. αναπτύσσω, εκθέτω … Dictionary of Greek
προενδείκνυμαι — Α προσπαθώ από πριν να γίνω συμπαθής σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνδείκνυμαι «προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια»] … Dictionary of Greek
προσενδείκνυμαι — Α [ἐνδείκνυμαι] υποδεικνύω, περιγράφω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek